- λαπαροσκόπιο
- τοιατρ. ενδοσκοπικό όργανο για την εκτέλεση τής λαπαροσκοπίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. laparoscope].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαπαροσκόπηση — Μέθοδος ενδοσκοπικής εξέτασης των εσωτερικών οργάνων της κοιλίας και της πυέλου με τη χρήση λαπαροσκοπίου οπτικών ινών. Η λ. διαρκεί περίπου 30 λεπτά. Γίνεται με γενική νάρκωση και ο εξεταζόμενος ξαπλώνει ανάσκελα, με τα γόνατα λυγισμένα και… … Dictionary of Greek